- χορειακός
- -ή, -ό, Ν1. ιατρ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χορείαβ) (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χορεία2. φρ. «χορειακές κινήσεις»ιατρ. οι κινήσεις που χαρακτηρίζουν τις χορείες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορεία + κατάλ. -ακός (πρβλ. περιφερει-ακός)].
Dictionary of Greek. 2013.